- ιερομητρικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό οστό και στη μήτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + μητρικός < μήτρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πετρίνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερομητρικός — ή, ό (ιατρ.), που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό οστό μαζί και στη μήτρα: Ιερομητρικοί σύνδεσμοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek